κεντρομυρσίνη

κεντρομυρσίνη
κεντρο-μυρσίνη, ,
A = ὀξυμυρς-, butchers'broom, Ruscus aculeatus, Thphr.HP3.17.4, Gp.10.3.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεντρομυρσίνη — κεντρομυρσίνη, ἡ (Α) η άγρια μυρσίνη, αλλ. οξυμυρσίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «αγκάθι» + μυρσίνη] …   Dictionary of Greek

  • κεντρομυρσίνη — butchers broom fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρνος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 331 κάτ.) της Λήμνου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού, 8 χλμ. ΒΑ της Μύρινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * ο (Α κόρνος) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”